- αντρειώνω
- 1. αμετ.1) мужать; 2) становиться мужественным; 2. μετ. делать кого-л. мужественным;1) — набираться храбрости;
αντρειώνομαι
2) стараться быть мужественным, храбриться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντρειώνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανδρειώνω — και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, όω) μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος νεοελλ. 1. ανδρειεύω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, η, ο δυνατός και γενναίος μσν. αρχ. δίνω θάρρος … Dictionary of Greek